- προσεπηρεάζω
- Α·1. απειλώ, προσβάλλω και κακοποιώ κάποιον επί πλέον2. παθ. προσεπηρεάζομαικακοποιούμαι επί πλέον.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπηρεάζω «απειλώ, φοβερίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπηρεάζων — προσεπηρεάζω abuse besides pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπηρεάζωνται — προσεπηρεάζω abuse besides pres subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)